- ειδοποιητήριο
- τοέγγραφο με το οποίο ειδοποιείται κανείς για κάτι, ειδοποίηση: Ειδοποιητήριο ταχυδρομικής επιταγής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ειδοποίηση — η (Α εἰδοποίησις) νεοελλ. 1. η γνωστοποίηση, το να ειδοποιείται κάποιος 2. το έγγραφο με το οποίο γίνεται η ειδοποίηση, το ειδοποιητήριο («ειδοποίηση τής Τράπεζας») 3. η καταχώριση σε έντυπο με πληρωμή, ενέργεια που αναφέρεται σε αστικά… … Dictionary of Greek
ειδοποιητήριος — α, ο 1. αυτός με τον οποίο γίνεται ειδοποίηση, αυτός που γίνεται για ειδοποίηση («ειδοποιητήρια επιστολή», «ειδοποιητήριος πυροβολισμός») 2. το ουδ. ως ουσ. το ειδοποιητήριο έγγραφο με το οποίο γίνεται η ειδοποίηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ειδοποιητήριος… … Dictionary of Greek
ειδοποίηση — η 1. προφορική ή έγγραφη γνωστοποίηση, ανακοίνωση, αναγγελία. 2. το έγγραφο με το οποίο ειδοποιείται κάποιος, ειδοποιητήριο, αγγελτήριο: Πήρα σήμερα ειδοποίηση από την εφορία. 3. δημόσια αγγελία με πληρωμή ή όχι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ειδοποιητήριος — α, ο 1. που γίνεται ή χρησιμεύει για ειδοποίηση, ο ειδοποιητικός: Ειδοποιητήριος πυροβολισμός. 2. το ουδ. ως ουσ., ειδοποιητήριο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)